ξυνωνός

ξυνωνός
ξῡν-ωνός, ,
A = κοινωνός, Theognost. Can.68.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ξυνωνός — ξυνωνός, ὁ (ΑΜ) κοινωνός, μέτοχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυνών. Οι τ. ξυνών, ξυνωνός, ξυνωνία είναι ισοδύναμοι σημασιολογικά με τους κοινών, κοινωνός, κοινωνία] …   Dictionary of Greek

  • ξυνωνός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνωνόν — ξυνωνός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”